- ονοματισμός
- ο (Α ὀνοματισμός)νεοελλ.(φιλοσ.) ονοματοκρατία, νομιναλισμόςαρχ.κατάλογος ονομάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως φιλοσοφικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού λατ. nominalismus και μαρτυρείται από το 1878 στον Ν. Κοτζιά].
Dictionary of Greek. 2013.